- λύθρο
- (Lythrum). Γένος φυτών της οικογένειας των λυθριδών, που αριθμεί περίπου 25 είδη. Πρόκειται για πόες με τετραγωνικό βλαστό και γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα. Τα άνθη του είναι ρόδινα, κόκκινα ή λευκά. Είναι ωραίο διακοσμητικό φυτό και σχηματίζει μεγάλες ρόδινες περιοχές σε υγρά λιβάδια και σε βαλτότοπους. Ο καρπός του είναι πολύσπερμη κάψα που περιβάλλεται από μόνιμο κάλυκα. Η ρίζα του περιέχει τανίνη και χρησιμοποιείται ως επουλωτικό των πληγών. Το είδος Lythrum salicaria είναι πολυετές φυτό με όρθιο βλαστό και αντίθετα φύλλα. Είναι διακοσμητικό και, πολλές φορές, από τέτοια φυτά σχηματίζονται ολόκληρες ρόδινες περιοχές στα υγρά λιβάδια, στους βαλτότοπους ή στις άκρες τάφρων. Φτάνει το 1,50 μ. σε ύψος και τα άνθη του είναι κόκκινα με έξι πέταλα και δώδεκα στήμονες. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Η ρίζα του περιέχει τανίνη και χρησιμοποιείται, με τη μορφή καταπλάσματος, για την επούλωση των πληγών. Στην Ελλάδα συναντώνται ακόμα πέντε αυτοφυή είδη.
Άνθη του φυτού λύθρο το ιτεόμορφο, της οικογένειας των λυθριδών, που είναι αυτοφυές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Dictionary of Greek. 2013.